λιπαροῦ

λιπαροῦ
λῑπαροῦ , λιπαρέω
persist
pres imperat mp 2nd sg (attic)
λῑπαροῦ , λιπαρέω
persist
imperf ind mp 2nd sg (attic)
λιπαρός
oily
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… …   Dictionary of Greek

  • Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) …   Deutsch Wikipedia

  • αθηρωματώδης — ες [αθήρωμα] 1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα 2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ. κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου… …   Dictionary of Greek

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… …   Dictionary of Greek

  • δεκανικός — ή, ό (AM δεκανικός, ή, όν) [δεκανός] νεοελλ. χημ. φρ. «δεκανικόν οξύ» είδος κεκορεσμένου λιπαρού οξέος αρχ. μσν. αστρολ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δεκανό ή στους δεκανούς μσν. το ουδ. ως ουσ. το δεκανικόν εκκλησιαστικό δεσμωτήριο αρχ. το… …   Dictionary of Greek

  • κηραμίδια — τα (βιοχ.) ενώσεις τής σφιγγοσίνης με ένα λιπαρό οξύ, με αμιδικό δεσμό ανάμεσα στην αμινομάδα τής σφιγγοσίνης και στην καρβοξυλομάδα τού λιπαρού οξέος …   Dictionary of Greek

  • λαδοτύρι — και λαδότυρο, το είδος λιπαρού τυριού …   Dictionary of Greek

  • λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες …   Dictionary of Greek

  • λιπόφιλος — η, ο (βιοχ. χημ.) αυτός που παρουσιάζει σημαντική χημική συγγένεια με τα μόρια ενός κατ εξοχήν λιπαρού οργανικού μέσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lipophile < lip(o) (< λίπος) + phile (< φίλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”